Πολλές φορές τυχαίνει ένα δόντι απονευρωμένο ή με ένα μεγάλο σφράγισμα αμαλγάματος να σπάσει και τότε να απομείνει στο στόμα του ασθενή ένα υπόλειμμα ρίζας. Συχνά οι ασθενείς αναρωτιούνται αν μία ρίζα μπορεί να σωθεί και να αποκατασταθεί ή είναι απαραίτητο και αναγκαίο να βγει (εξαγωγή δοντιού). Απαραίτητη προϋπόθεση για να αποφασίσει ο οδοντίατρος αν μία ρίζα μπορεί να παραμείνει στο στόμα είναι η λήψη μιας μικρής ενδοστοματικής ακτινογραφίας, στην οποία ο γιατρός θα παρατηρήσει τους παρακάτω παράγοντες οι οποίοι είναι καθοριστικοί για το σχέδιο θεραπείας :
1. Το μήκος της ρίζας του δοντιού που έχει απομείνει μέσα στο οστό. Είναι κατανοητό μία κοντή ρίζα να έχει λιγότερες πιθανότητες διατήρησής της στο στόμα από μία μακρυά και δυνατή ρίζα.
2. Ύπαρξη αλλοίωσης/ φλεγμονής γύρω από τη ρίζα. O οδοντίατρος θα πρέπει να ελέγξει αν το δόντι που έσπασε εμφανίζει στο άκρο της ρίζας του κάποια φλεγμονή ή υπάρχει κάποια αλλοίωση στο οστό γύρω από το δόντι (περιοδοντική αλλοίωση).
3. Την ποιότητα της απονεύρωσης του δοντιού, αν το δόντι που έσπασε είχε απονεύρωση. Σε περίπτωση που η ρίζα του δοντιού μπορεί να σωθεί και η παλιά απονεύρωση του δοντιού δεν καλύπτει όλο το μήκος της ρίζας του δοντιού, τότε είναι απαραίτητη η επανάληψη της απονεύρωσης για μία καλύτερη πρόγνωση του περιστατικού.
Σε περίπτωση που ο οδοντίατρος αποφασίσει οτι μια ρίζα μπορεί να σωθεί, τότε ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο εργασιών σύμφωνα με το οποίο η ρίζα προετοιμάζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο να αποκατασταθεί και στη συνέχεια να δεχθεί από πάνω της μία στεφάνη / θήκη δοντιού. (Βλέπε Γέφυρα και στεφάνη δοντιού).